- Θέτιδος
- Θέτιςfem gen sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TUBER — a Graeco τύφαρ, quod est, τύφος, seu ἔπαρσις, tumor, non dicitur nisi de rotundo et globoso, et proprie quidem notat tumorem vel abscessum corporis, qui in rotundum erumpit, Graecis φῦμα, φλύκταινα, ὐπόςτημα, τύλος. Inde ad fetum illum terrae… … Hofmann J. Lexicon universale
Πηλεύς — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αίγυπτο και μαρτύρησε στη φωτιά μαζί με το συμπατριώτη του Νείλο. Η μνήμη του τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. * * * έως, ο, ΝΜΑ, και Πηλέας Ν, και επικ. τ, γεν. ήος ή έος και αττ. αιτ. ή, Α… … Dictionary of Greek
έριδα — Βλ. λ. Έρις. * * * η (AM ἔρις, Μ και ἔριτα) 1. φιλονεικία, διένεξη, μάλωμα 2. λογομαχία, διαφωνία 3. διχόνοια μσν. 1. συναγωνισμός 2. φρ. «στέκω εἰς ἔριταν» φιλονικώ αρχ. 1. ένοπλη ρήξη («ἔριν αἱματόεσσαν», Αισχύλ.) 2. άμιλλα, ανταγωνισμός, ζήλος … Dictionary of Greek
αλοσύδνη — ἁλοσύδνη, η (Α) αυτή που γεννήθηκε από τη θάλασσα ή ανήκει σ’ αυτήν, η θαλασσογεννημένη (κυρίως ως επίθετο τών Νηρηίδων και τής Θέτιδος). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολογίας, πιθ. < ἅλς, ός + ὐδνη < θ. τής λ. ὕδωρ. Η ετυμολογική συσχέτιση τής… … Dictionary of Greek
εξαίσιος — α, ο (AM ἐξαίσιος, ον και ἐξαίσιος, α, ον) [αίσιος] 1. έξοχος, θαυμάσιος («εξαίσιο ταξίδι») 2. (επίρρ. εξαίσια και εξαισίως πάρα πολύ, πολύ ωραία, υπέροχα νεοελλ. γοητευτικός («εξαίσιο παρουσιαστικό») αρχ. μσν. εκπληκτικός, ασυνήθιστος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
επύλλιο — Σύντομη ποιητική σύνθεση σε εξάμετρο με επικό θέμα, χαρακτηριστική της αλεξανδρινής εποχής· παρουσίαζε το ηρωικό στοιχείο με το πνεύμα της εποχής –ενδίδοντας στην προβολή της λεπτομέρειας και της αισθηματολογίας– με απεικονίσεις της καθημερινής… … Dictionary of Greek
θετίδειον — και θετίδιον, τὸ (Α) το ιερό τής Θέτιδος … Dictionary of Greek
κυανοκρήδεμνος — κυανοκρήδεμνος, ον (Α) (ως επίθ. τής Θέτιδος) αυτή που φορά βαθυκύανο κεφαλόδεσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + κρήδεμνος (< κρήδεμνον «κεφαλόδεσμος»), πρβλ. καλλι κρήδεμνος, λιπαρο κρήδεμνος] … Dictionary of Greek
προχαρισία — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Θέτιδος) γενναιόδωρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χάρις (πρβλ. χαρίσιος)] … Dictionary of Greek
ωκεανός — Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αντίληψη, ο Ω. ήταν τεράστιος ποταμός από τον οποίο ανέτειλαν η Ηώς, ο Ήλιος και οι αστέρες, και σε αυτόν βυθίζονταν όταν έδυαν. Οι αρχαίοι πίστευαν επίσης πως πέρα από τον Ω. υπήρχε ο ζοφερός Άδης. Κατά την αρχαία… … Dictionary of Greek